τολουόλιο ή μεθυλοβενζόλιο — Αρωματικός υδρογονάνθρακας του τύπου C6H5–CH3· μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το βενζόλιο, αν αντικατασταθεί ένα άτομο υδρογόνου από μία μεθυλική ομάδα. Στη φύση βρίσκεται σε μερικά πετρέλαια, στα προϊόντα απόσταξης διαφόρων ρητινών ή… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… … Dictionary of Greek
μεθυλοβενζόλιο — το χημ. άλλη ονομασία τής οργανικής ένωσης τολουόλιο … Dictionary of Greek
νιτροτολουόλιο — το χημ. αζωτούχα αρωματική οργανική ένωση, νιτροπαράγωγο τού τολουολίου, με τρία ισομερή, που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή χρωστικών υλών, ενώ το 2,4,6 τρινιτροτολουόλιο, γνωστό και ως ΤΝΤ ή τροτύλη, είναι ισχυρή εκρηκτική υλη. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek
πετροχημεία — Ονομάζεται έτσι η επιστήμη, η τεχνική και η βιομηχανία των χημικών προϊόντων που παράγονται από το πετρέλαιο. Η π. παράγει όλα τα απλά ή σύνθετα σώματα, τα οποία προέρχονται, ολικά ή μερικά από πρώτες ύλες του εξάγονται από το πετρέλαιο ή το… … Dictionary of Greek
τολουένιο — το, Ν χημ. βλ. τολουόλιο … Dictionary of Greek
τολουολοσουλφονικός — ή, ό, Ν φρ. «τολουολοσουλφονικό οξύ» χημ. συνοπτική ονομασία τριών μονοκυκλικών θειούχων οργανικών ενώσεων, αρωματικών σουλφονικών οξέων, παραγώγων τού τολουολίου, ισομερών μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. toluenesulfonic < toluene (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
τολουολοσουλφονύλιο — το, Ν μονοσθενής οργανική ρίζα, που προέρχεται από την αφαίρεση τής ομάδας τού υδροξυλίου από ένα μόριο τολουολοσουλφονικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. toluenesulfonyl < toluene (βλ. λ. τολουόλιο) + sulfonyl (βλ. λ. σουλφονύλιο)] … Dictionary of Greek